- συ(ν)δαύλιση
- η και συ(ν)δαύλισμα, το1. ανακίνηση φωτιάς.2. ανακίνηση παθών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.